- πνευμογράφος
- ο, Νιατρ. ο πνευμονογράφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευμονογράφος — και πνευμογράφος, ο, Ν ιατρική συσκευή με την οποία καταγράφονται οι αναπνευστικές κινήσεις και γίνονται διαγράμματα που δείχνουν τις διακυμάνσεις τής αναπνοής … Dictionary of Greek